περίπατος — walking about masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπατος — ο 1. βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, σουλάτσο. 2. σύντομη διαδρομή: Κάναμε έναν περίπατο ως το κτήμα μας. 3. το μέρος όπου γίνεται περίπατος: Ο κεντρικός περίπατος της Θεσσαλονίκης είναι η παραλία. 4. φρ., «Πάει περίπατο», χάθηκε, δε βρίσκεται πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… … Dictionary of Greek
περιπάτοις — περίπατος walking about masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτοισι — περίπατος walking about masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτοισιν — περίπατος walking about masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτου — περίπατος walking about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτους — περίπατος walking about masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτων — περίπατος walking about masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπάτῳ — περίπατος walking about masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπατοι — περίπατος walking about masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)